- αναπιάνω
- και ανεπιάνω1. πιάνω, κρατώ, παίρνω κάτι επάνω μου ή στα χέρια μου2. βοηθώ3. ξαναζυμώνω το προζύμι προσθέτοντας αλεύρι και νερό4. αρχίζω κάποιο έργο5. ράβω, επιδιορθώνω, μπαλώνω6. (για τη φωτιά) αναζωπυρώνω, αναδεύω, συνδαυλίζω7. υπενθυμίζω, επαναλαμβάνω κάτι8. κατακρίνω, κατηγορώ9. προσπαθώ να μάθω τα μυστικά κάποιου με πλάγια μέσα10. (ενεργ. και μέσ.) προάγομαι οικονομικά, «πιάνομαι»11. μέσ. ενισχύομαι σωματικά, δυναμώνω, «καρδαμώνω».
Dictionary of Greek. 2013.