αναπιάνω

αναπιάνω
και ανεπιάνω
1. πιάνω, κρατώ, παίρνω κάτι επάνω μου ή στα χέρια μου
2. βοηθώ
3. ξαναζυμώνω το προζύμι προσθέτοντας αλεύρι και νερό
4. αρχίζω κάποιο έργο
5. ράβω, επιδιορθώνω, μπαλώνω
6. (για τη φωτιά) αναζωπυρώνω, αναδεύω, συνδαυλίζω
7. υπενθυμίζω, επαναλαμβάνω κάτι
8. κατακρίνω, κατηγορώ
9. προσπαθώ να μάθω τα μυστικά κάποιου με πλάγια μέσα
10. (ενεργ. και μέσ.) προάγομαι οικονομικά, «πιάνομαι»
11. μέσ. ενισχύομαι σωματικά, δυναμώνω, «καρδαμώνω».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αναπιάνω — ανάπιασα, αναπιάστηκα, αναπιασμένος 1. καταπιάνομαι με κάποια δουλειά: Αναπιάστηκα με τις δουλειές και δεν έκανα φαΐ. 2. κακολογώ κάποιον: Άλλη φορά να μη με αναπιάσεις στη γλώσσα σου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναποιώ — ἀναποιῶ ( έω) (ΑΜ) μσν. επισκευάζω, διορθώνω, μεταποιώ αρχ. 1. παρασκευάζω 2. ανακατεύω (πρβλ. αναπιάνω, 3) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”